- γεροντοκόμια
- τατα έξοδα για τη συντήρηση γέρου: Δεν είχε κανένα έσοδο για τα γεροντοκόμια του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεροντοκόμια — τα [γεροντοκομώ] η φροντίδα ή η δαπάνη για τους γέρους … Dictionary of Greek
γεροντοκομικά — τα τα γεροντοκόμια* … Dictionary of Greek